- μελάμψωρος
- μελάμ-ψωρος, ον,A with black spots,
ἵπποι PWis.16
in Aegyptus9.244 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἵπποι PWis.16
in Aegyptus9.244 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελάμψωρος — μελάμψωρος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρες κηλίδες, μαύρα στίγματα («μελάμψωροι ἵπποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ψωρος (< ψώρα), πρβλ. λιμό ψωρος] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek